-
1 ευποροι
-
2 ευποροί
-
3 εὐποροῖ
-
4 εύποροι
-
5 εὔποροι
-
6 κατα-δεής [2]
κατα-δεής, ές (δεῖ), dem Etwas fehlt, mangelhaft, bes. dürftig; φειδωλὸς καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾶ τάφον ἐπαινοίη Plat. Legg. IV, 719 e; Dem. setzt die καταδεεῖς den εὔποροι entgegen, 10, 36. – Häufiger im compar., an Größe, Werth nachstehend, geringer, πολὺ καταδεεστέραν τὴν δόξαν τῆς ἐλπίδος ἔλαβεν, geringer als er erwartet hatte, Isocr. 2, 7; καταδεέστερος ἄλλων ῥώμῃ 3, 5; καταδεέστερός τινος πρὸς τὸ φρονεῖν 5, 18, καταδεέστερος τούτων ὤν Dem. 27, 2; Pol. 2, 35, 2, früher ἀποδ.; einzeln bei Sp.
-
7 ευπορος
21) удобопроходимый, легкий для перехода или переезда(πέλαγος Aesch.; ὁδός Plat., Xen., Plut.)
ἐντεῦθεν εὔπορόν ἐστι ὅποι τις ἐθέλοι Xen. — оттуда легко пройти куда угодно2) легко добываемый, доступный, имеющийся под рукой или наготове(παρ΄ ἐμοῦ δ΄ ἔστιν ταῦτ΄ εὔπορα πάντα Arph.; ἃ μάλιστα ἂν εἴη στρατιώταις εὔπορα Plat.)
3) проворный, бойкий(γλῶττα Arph.)
4) быстроходный, легкий(πλάται Eur.)
5) изобретательный, находчивый, способный(πρὸς ἅπαν ἔργον Plat.; χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή Arph.)
6) богатый, обильный(τῶν χρημάτων Arst.; πόλις τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτη Thuc.). - см. тж. εὔπορα, εὔπορον и εὔποροι
-
8 καταδεης
2(acc. sing. καταδεᾶ, nom. pl. καταδεεῖς)1) недостаточный, неполныйτῶν χρημάτων καταδεᾶ τὰ ἀγγήϊα Her. — сосуды, в которых недоставало сокровищ
2) нуждающийся, неимущий, бедный(καταδεεῖς καὴ εὔποροι Dem.)
3) бедный, скудный(τάφος Plat.)
4) compar. более слабый, уступающийκαταδεέστερός τινός τινι и πρός τι Isocr. — слабее кого-л. в каком-л. отношении
-
9 μέσος
μέσος, η, ον, also Arc. (v. ἰμέσος, μεσακόθεν); [dialect] Ep. [full] μέσσος (also [dialect] Aeol., Sapph.1.12, IG11(4).1064b32, and Lyr., Pi.P.4.224, and sts. in Trag., E.HF 403 (lyr.), S.OC 1247 (lyr.), Tr. 635 (lyr.), Ant. 1223, 1236, Fr.255.5), [dialect] Boeot., Cret. [full] μέττος, IG7.2420.20 (iii B. C.), GDI 5000 iiA b 2 (v B. C.):—middle, in the middle,I of Space, esp. with Nouns, of the middle point or part,μ. σάκος Il.7.258
;ἱστίον 1.481
; οὐρανός zenith, Od.4.400; μ. ἀπήνης from mid chariot, S.OT 812; ἐν αἰθέρι μ. in mid-air, Id.Ant. 416; μ. μετώπῳ in the middle of the forehead, PRyl.128.30 (i A. D.): in Prose freq. preceding the Art.,κατὰ μέσον τὸν σταθμόν X.An.1.7.14
; ἐν μ. τῇ χώρᾳ ib.2.1.11; ἐκ μ. τῆς νήσου, κατὰ μ. τὴν νῆσον, Pl.Criti. 113d, 119d; ἐπὶ μέσου τοῦ τμάματος at the middle point of the segment, Archim.Aequil.1.6; ἁ ἐπὶ μέσαν τὰν βάσιν ἀγομένα (sc. εὐθεῖα) ib.12: sts. following the Noun,ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12
: less freq. midmost, central, of three or more objects,μ. ὁδός Thgn.220
, 331; ὁ μ. [δάκτυλος] Pl.R. 523c; τὸ μ. στῖφος the central division of the army, X.An.1.8.13; μέσον, τό, centre,ἡ ἐπὶ τὸ μ. φορά Iamb.Protr.21
.b with a Verb, ἔχεται μ. by the middle, by the waist, prov. from the wrestling-ring, Ar.Eq. 387 (lyr.), cf. Ach. 571 (lyr.), Nu. 1047, Ra. 469;μέσην λαβόντα Id.Ach. 274
, cf. Hdt.9.107, D.53.17;ὁ πέπλος ἐρράγη μ. Philippid.25.5
.c c. gen., midway between,ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μ. Pl.Plt. 303a
(also μ. ἐπ' ἀμφότερα, ibid.):—S. hasμέσος ἀπὸ [τοῦ κρατῆρος] τοῦ τε πέτρου OC 1595
.2 of Time, Hom. only in phrase μέσον ἦμαρ midday, Il.21.111, Od.7.288, Pi.P.9.113;μέσαι νύκτες Sapph.52
, Hdt.4.181, X. An.7.8.12, etc.;θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Hes.Op. 502
;χειμῶνος μέσου Ar.Fr.569.1
;μ. ἡμέρα Hdn.8.5.9
; μ. ἡλικία middle age, Pl.Ep. 316c: soμέσοι τὴν ἡλικίαν E.Ep.5
; μέσος ἀκμῆς v.l. in Theoc.25.164.3 metaph., impartial, Th.4.83, PLond.1.113(1).27 (vi A.D.).b inter-mediate, freq. c. gen.,μ. τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός Pl.R. 330b
;ψιλὸν μὲν τὸ π ¯, δασὺ δὲ τὸ φ ¯, μέσον δὲ ἀμφοῖν τὸ β ¯ D.H.Comp.14
(v. infr. d); ἡ τρίτη καὶ μ. τῶν εἰρημένων δυεῖν ἁρμονιῶν ib.24; ὁ μ. χαρακτήρ ib.21; indeterminate, Luc.Par.28; τὰ μ. things indifferent (neither good nor bad), Stoic.3.135, al.; of words such as τύχη, EM626.38; ζῴδια (neither lucky nor unlucky) Vett.Val.93.9;μ. δίαιτα Diocl.Fr.141
, cf.Sor.1.46.c Gramm., of Verbs, middle, Eust. 1846.30, etc.; μ. διάθεσις, σχήματα, A.D.Synt.226.10, 210.18; μ. ἐνεστώς present middle, ib.278.25.d Gramm., of consonants, Lat. mediae, i. e. β ¯ γ ¯ δ ¯, D.T.631.23: but also of semi-vowels, Pl.Phlb. 18c: of accent, ὀξύτητι καὶ βαρύτητι καὶ τῷ μέσῳ, i. e. the circumflex, Arist. Po. 1456b33.II middling, moderate,1 of size, μέσοι ὀφθαλμοί, ὦτα, γλῶττα, Id.HA 492a8,33, b31; μ. μεγέθει ib. 496a21, PPetr.1p.37 (iii B. C.); μ. alone, of middle height, PGrenf.2.23 (a) ii 3 (ii B. C.), POxy. 73.13 (i A. D.), etc.2 of class or quality,πάντων μέσ' ἄριστα Thgn. 335
; (lyr.);μ. ἐν πόλει Phoc.12
; μ. ἀνήρ a man of middle rank, Hdt.1.107;μ. πολίτης Th.6.54
;τὰ μ. τῶν πολιτῶν Id.3.82
(soτῶν ἀνὰ πόλιν τὰ μ. Pi.P.11.52
); οἱ μ., between οἱ εὔποροι and οἱ ἄποροι, Arist.Pol. 1289b31, 1295b3; οἱ μ. πολῖται ib. 1296a19; τὸ μ. ib. 1295b37; μ. [πολιτεία] ib. 1296a7;ὁ μ. βίος Luc.Luct.9
; mediocre, Pl.Prt. 346d; τῶν ἑταιρῶν αἱ μ. Theopomp. Com.21. Adv. μέσως, ἱκανόν fairly adequate, Phld.Rh.2.4S.III μέσον, τό, midst, intervening space, mostly with Preps.,a ἐν μέσσῳ, = ἐν μεταιχμίῳ, Il.3.69,90;ἐν τῷ μ.
in the midst,Ev.Matt.
14.6; ἡ 'ν μέσῳ [μοῖρα] σῴζει πόλεις the middle class, E.Supp. 244: withoutἐν, ἔμβαλε μέσσῳ Il.4.444
;ἔνθορε μέσσῳ 21.233
;μέσσῳ ἀμφοτέρων 3.416
, 7.277;τῶνδέ τ' ἐν μ. πεσεῖν E.Ph. 583
;ἐν μ. λόγους ἔχειν Id.Hel. 630
;μῆκος ἐν μ. χρόνου A.Supp. 735
;χρόνος οὑν μ. E.Ph. 589
(troch.); τὰ ἐν μ. what went between, S.OC 583; οἱ ἐν μ. λόγοι the intervening words, Id.El. 1364, E.Med. 819;κλίνης ἐν μ. Id.Hec. 1150
; ἐν μ. ἡμῶν καὶ βασιλέως between us and him, X.An.2.2.3;σοφίας καὶ ἀμαθίας ἐν μ. Pl.Smp. 203e
; ἐν μ. νυκτῶν at midnight, X.Cyr.5.3.52; ἆθλα κείμεν' ἐν μέσῳ offered for competition (cf. infr. b), D.4.5, cf. Thgn.994, X.An.3.1.21; ἡ τιμὴ ἐν τῷ μέσῳ ἔστω deposited with the court, Herod.2.90: without ἐν, καὶ μέσῳ πάντες καὶ χωρὶς ἕκαστος both collectively and severally, IG12(5).872.27,31,38, al. ([place name] Tenos): in pl.,κεῖτο δ' ἄρ' ἐν μέσσοισι Il.18.507
;ἐν μέσοισ' Xenoph.1.7
; ἐν μέσῳ εἶναι τοῦ συμμεῖξαι to stand in the way of.., X.Cyr.5.2.26; ἡ γὰρ θάλαττα ἐν τῷ μ. is an obstacle, Id.Ath.2.2;οὐδεὶς ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν Theoc.21.17
;οὐδὲν ἂν ἦν ἐν μ. πολεμεῖν ἡμᾶς D.23.183
; cf. ἰμέσος.b ἐς μέσον, ἐς μ. ἀμφοτέρων, freq. in Hom. for ἐς μεταίχμιον, Il.4.79, 6.120; ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι γυναῖκ' ἐς μέσσον ἔθηκε deposited her as a prize (cf. supr. a), 23.704;ἐς μ. δεικνύναι τινί τι Pi.Fr.42.3
; ἐς μ. ἵεσθαι, ἐλθεῖν, παρελθεῖν, S.Tr. 514 (lyr.), Theoc.22.183, Plu. Agis9;ἐς μέσον ἀμφοτέροισι.. δικάσσατε Il.23.574
; ἐς τὸ μ. φέρειν bring forward publicly, Hdt.4.97, D.18.139;ἐς τὸ μ. λέγεσθαι Hdt. 6.129
; ἐς μ. Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα to give up the power in common to all, Id.3.80; ἐς μ. τὴν ἀρχὴν τιθεὶς ἰσονομίην ὑμῖν προαγορεύω ib. 142.c ἐκ τοῦ μέσου away,ἐκ μ. ἀνελεῖν D.10.36
, 18.294; [χειρόγραφον] ἦρκεν ἐκ τοῦ μ. Ep.Col.2.14
, cf. Arr.Epict.3.3.15; also ἐκ μ. a half,ἔτη ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μ. Th.4.133
; also ἐκ μ. κατῆστο remained in the middle, i. e. neutral (cf.ἐκ 1.6
fin.), Hdt.3.83, cf. 4.118, 8.22,73.d διὰ μέσου between,τὸ διὰ μ. ἔθνος Id.1.104
;διὰ μ. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.3
; διὰ μ. γενέσθαι intervene, of an event, Th.4.20: c. gen.,διὰ μέσου τῆς πόλεως ῥεῖ ποταμός X. An.1.2.23
; διὰ μ. ῥεῖ τούτων ποταμός ib.1.4.4, etc.;τὸ τούτων διὰ μ. Pl.Lg. 805e
; also οἱ διὰ μέσου the middle party, the moderates, Th. 8.75, X.HG5.4.25; τὸ διὰ μ. the middle class, Arist.Pol. 1296a8; of Time,ὁ διὰ μ. χρόνος Hdt.9.112
; ἡ διὰ μ. ξύμβασις an interim agreement, Th.5.26; διὰ μέσου, as a figure of speech, use of parenthesis, Hdn.Fig.p.95S.e ἀν (ὀν) τὸ μ. in the midst, Alc.18.3, Xenoph.1.11, Thgn.839; ἀνὰ μέσον midway between, Arist.HA 496a22, Antiph. 13, Theoc.22.21, etc.;ἀνὰ μ. τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ βωμοῦ GDI2010
(Delph.), cf. PTeb.13.9 (ii B. C.), al.;θρὶξ ἀνὰ μέσσον Theoc.14.9
; ; also ἀνὰ μέσον φέρε, = μετρίως, Men.531.18.f κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ, Il.5.8, 16.285, etc.: c. gen., κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον between, 9.87.2 μέσον, τό, difference, τὸ μ. πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας the average between.., Th.1.10; πολλὸν τὸ μ., πολὺ τὸ μ., the difference is great, Hdt.1.126, E.Alc. 914 (anap.); τὸ μ. οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί there is no middle course for our enmity, Hdt.7.11.3 middle state, mean,τὸ μ. καὶ τὸ εὖ Arist.EN 1109b26
; ποιήματα μέσα, opp. ὀγκώδη, in the (correct) mean, Phld.Po.5.5. Adv. -ως, ἀναστρέφεσθαι Id.Rh.1.155S.
4 in Logic, τὸ μ. the middle term of a syllogism, opp. τὰ ἄκρα, Arist.APr. 66a30; also ὁ μ. (sc. ὅρος) ib. 25b33.5 Math., middle terms in a proportion, Euc.6.16; μέση, or μέση (μέσος) ἀνάλογον a mean proportional (straight line or number), ib.13, 17, 8.11, 12, al.;μέσης εὕρεσις Arist.de An. 413a19
, Metaph. 996b21; μέση medial, a specific kind of irrational (straight line), Euc.10.21, al.; μέσον ὀρθογώνιον ([etym.] χωρίον) medial rectangle (area), ib.24, al.6 Astron., ὁ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος the ecliptic, Hipparch.1.9.3,4, Gem.2.21, Ptol.Alm.2.7: without κύκλος, Eudox. ap. Arist.Metaph. 1073b20, Hipparch.1.9.12; simply,ὁ διὰ μέσων D.L.7.146
; but, ὁ μέσος [κύκλος] the equator of a rotating sphere, Arist.Metaph. 1073b30.7 μέσα, τά, = μέζεα, Blaes.p.191 K.b = κοιλία 1.3, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Gal.14.732: sg., Heph.Astr.1.1 (v.l. τὰ μέσα Cat.Cod.Astr.8(2).45).8 Μέσον, τό, one of the law-courts at Athens, Phot., Sch.Ar.V. 120.9 οὐ τοῖς μέσοις τῆς βίας χρωμένη no ordinary force, Hierocl.p.15 A.IV μέση, ἡ, as Subst., v. μέση.V Adv. μέσον, [dialect] Ep. μέσσον, in the middle, Il.12.167, Od.14.300: c. gen., between,οὐρανοῦ μ. χθονός <τε> E.Or. 983
(lyr.), cf. Arr.Epict.2.22.10; in the midst of,μ. τῆς θαλάσσης LXX Ex.14.27
;μ. γενεᾶς σκολιᾶς Ep.Phil.2.15
: also in pl., (lyr.), cf. Nic.Fr.74.26.2 regul. Adv.μέσως, πόλεώς τ' οὐ μ. εὐδαίμονος E.Andr. 873
, cf. Hec. 1113, Isoc.9.23; καὶ μ. even in a moderate degree, even a little, Th.2.60; μ. ἔχειν πρός or περί τι to be in the mean.., Arist.EN 1105b28, 1119a11;θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μ. ἔχον Eub.7.1
, cf. Sosip. 1.53; μ. βεβιωκέναι in a middle way, i. e. neither well nor ill, Pl.Phd. 113d;μ. μεθύων Men.226
; μ. διατιθέναι in an intermediate way, D.H. Comp.14.b Gramm., in the middle voice, A.D. Synt.276.21.VI irreg. [comp] Comp.μεσαίτερος Pl.Prm. 165b
: [comp] Sup.μεσαίτατος Hdt.4.17
, Arist.Mu. 392b33, Gem.9.3, etc.; poet.μεσσότατος A.R.4.649
, Man. 6.373. (Cf. Skt. mádhyas 'middle', Lat. medius, etc.) -
10 τίτας
II at Gortyn, a magistrate who inflicted fines (upon other magistrates), public prosecutor, Schwyzer 175 (pl.), 183 (sg.): τίται· εὔποροι, ἢ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων, Hsch. -
11 Rich
adj.P. and V. πλούσιος, ἀφνειός, πολύχρυσος, ζάχρυσος, ζάπλουτος, πολυκτήμων, πάμπλουτος (Soph., frag.), Ar. and P. εὔπορος.Rich by inheritance: P. and V. ἀρχαιόπλουτος, P. παλαιόπλουτος.Exceeding rich: P. and V. ὑπέρπλουτος (Plat.).Fertile: P. and V. πάμφορος (Plat.), εὔκαρπος (Plat.), Ar. and V. κάρπιμος, πολύσπορος, V. καλλίκαρπος; see Fertile.Abundant: P. and V. πολύς, ἄφθονος, V. ἐπίρρυτος.Splendid: P. and V. λαμπρός.Be rich, wealthy, v.: P. and V. πλουτεῖν, P. εὐπορεῖν.Rich in: P. and V. πλούσιος (gen.), P. εὔπορος (dat.), V. πολυκτήμων (gen.), φλέων (dat.).Be rich in, v.: P. and V. πλουτεῖν (gen. or dat.) (Plat.), P. εὐπορεῖν (gen. or dat.); see abound in.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rich
См. также в других словарях:
εὐποροῖ — εὐπορέω prosper pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποροι — εὔπορος easy to pass masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
ГНОРИМЫ — • Γνώριμοι, знатные, одно из многочисленных названий вельмож и благородных; противополагаются им δη̃μος, κακοί, δειλοί, πονηροί. Другие выражения были: ε̉πιφανει̃ς выдающиеся, χαρίεντες, для обозначения более утонченного образования… … Реальный словарь классических древностей
Όλβια — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… … Dictionary of Greek
Ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Τράλλεις — Πόλη της Λυδίας. Η ακρόπολή και τα τείχη της ήταν κτίσματα των Θρακών και Τραλλίων, από τους οποίους και πήρε την ονομασία της. Στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου παραδόθηκε μαζί με τη Μαγνησία, και κυριεύτηκε από τον Παρμενίωνα (333 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
ευημερώ — (ΑΜ εὐημερῶ, έω) [ευήμερος] περνώ ευτυχισμένες μέρες, με άνεση και αφθονία αγαθών μσν. 1. βρίσκω, πετυχαίνω 2. κάνω κάποιον να ευτυχήσει 3. (η μτχ. ως επίθ.) εὐημερῶν α) αυτός που περνάει καλά β) ο ευτυχισμένος γ) ο πλούσιος αρχ. 1. έχω επιτυχία… … Dictionary of Greek
κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… … Dictionary of Greek
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek